- πολυχρόνιος
- Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ιερέας που καταγόταν από τη Γαμφανήτιδα της Μικράς Ασίας. Τον δολοφόνησαν οι Αρειανοί. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου.
2. Μαθητής του αγίου Ζεβινά, μαζί με τους Δαμανό και Μωυσή. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Φεβρουαρίου.
* * *-α, -ο / πολυχρόνιος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, παλαιός, αρχαίος2. αυτός που διαρκεί πολύ, πολύχρονος, μακροχρόνιος («μέσα σε πολυχρόνια και πολυμήχανη πολιορκία», Παπαντ.)3. αυτός που αργεί να εγκαταλείψει κάτι, που παραμένει για πολύ4. αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιοςνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το πολυχρόνιον)(λειτ.) ευχετήριος ύμνος κατά τη Θεία Λειτουργία υπέρ μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντωνμσν.λεγόταν ως ευχή για την μακροβιότητα κάποιου.επίρρ...πολυχρονίως Αγια πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. βραχυ-χρόνιος].
Dictionary of Greek. 2013.